„Dunst“: Maskulinum, männlich DunstMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; Dünste> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ατμός, ομίχλη, αχνός, καταχνιά ατμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Dunst Dampf Dunst Dampf ομίχληFemininum, weiblich | θηλυκό f Dunst Nebel καταχνιάFemininum, weiblich | θηλυκό f Dunst Nebel Dunst Nebel αχνόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Dunst Hauch Dunst Hauch