„κατακάθομαι“: αποθετικό ρήμα κατακάθομαι [kataˈkaθome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) sich absetzen, absinken, sich legen sich absetzen κατακάθομαι λάσπη κατακάθομαι λάσπη absinken κατακάθομαι βουλιάζω κατακάθομαι βουλιάζω sich legen κατακάθομαι ησυχάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ κατακάθομαι ησυχάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ