„κατέχομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κατέχομαι [kaˈtexome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) beherrscht sein, durchdrungen sein, erfüllt sein besetzt sein beherrscht sein (από von) κατέχομαι κατέχομαι durchdrungen sein, erfüllt sein κατέχομαι είμαι γεμάτος από κατέχομαι είμαι γεμάτος από besetzt sein κατέχομαι στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ κατέχομαι στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ