καρφώνω
[karˈfono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- καρφώνω
- heften (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)καρφώνω βλέμμακαρφώνω βλέμμα
- verpfeifen, denunzieren (σε bei)καρφώνω προδίδω οικείο | umgangssprachlichοικκαρφώνω προδίδω οικείο | umgangssprachlichοικ
- καρφώνω με τα μάτια
- schmetternκαρφώνω μπάλακαρφώνω μπάλα