„καθίζω“: μεταβατικό ρήμα καθίζω [kaˈθizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) setzen setzen καθίζω σε καρέκλα καθίζω σε καρέκλα