„ευκοίλια“: θηλυκό ευκοίλια [efˈkjilia]θηλυκό | Femininum, weiblich f, ευκοιλιότητα [efkjiliˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Durchfall Durchfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m ευκοίλια ευκοίλια