„Durchfall“: Maskulinum, männlich DurchfallMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) διάρροια, ευκοίλια, ευκοιλιότητα διάρροιαFemininum, weiblich | θηλυκό f Durchfall Medizin | ιατρικήMED ευκοίλιαFemininum, weiblich | θηλυκό f Durchfall Medizin | ιατρικήMED ευκοιλιότηταFemininum, weiblich | θηλυκό f Durchfall Medizin | ιατρικήMED Durchfall Medizin | ιατρικήMED