ευελιξία
[eveliˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Beweglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευελιξίαευελιξία
- Flexibilitätθηλυκό | Femininum, weiblich fευελιξία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφευελιξία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ