Flexibilität
Femininum, weiblich | θηλυκό f <->Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ευκαμψίαFemininum, weiblich | θηλυκό fFlexibilitätελαστικότηταFemininum, weiblich | θηλυκό fFlexibilitätFlexibilität
- ευελιξίαFemininum, weiblich | θηλυκό fFlexibilität auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigFlexibilität auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig