εσωτερικό
[esoteriˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Inlandουδέτερο | Neutrum, sächlich nεσωτερικό η χώραεσωτερικό η χώρα
- Innere(s)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nεσωτερικό κτηρίου, αντικειμένουεσωτερικό κτηρίου, αντικειμένου
- Binnenlandουδέτερο | Neutrum, sächlich nεσωτερικό ενδοχώραεσωτερικό ενδοχώρα