„επήρεια“: θηλυκό επήρεια [eˈpiria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Einfluss Einflussαρσενικό | Maskulinum, männlich m επήρεια επήρεια exemples υπό την επήρεια ναρκωτικών unter dem Einfluss von Drogen υπό την επήρεια ναρκωτικών