εξαντλώ
[eksandˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- aufbrauchenεξαντλώ καταναλώνω μέχρι το τέλοςεξαντλώ καταναλώνω μέχρι το τέλος
- erschöpfenεξαντλώ εξασθενίζω, κ., ένα θέμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεξαντλώ εξασθενίζω, κ., ένα θέμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- alle Möglichkeiten ausschöpfen um zu …