ενδυμασία
[enðimaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kleidungθηλυκό | Femininum, weiblich fενδυμασία ρουχισμόςενδυμασία ρουχισμός
- (Volks-, National-)Trachtθηλυκό | Femininum, weiblich fενδυμασία εθνικήενδυμασία εθνική