ελεύθερος
[eˈlefθeros], ελεύθερη, ελεύθεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- frei (από von)ελεύθεροςελεύθερος
- ledigελεύθερος ανύπαντροςελεύθερος ανύπαντρος
- freischaffendελεύθερος επάγγελμαελεύθερος επάγγελμα
exemples