ελαστικότητα
[elastiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Elastizitätθηλυκό | Femininum, weiblich fελαστικότηταελαστικότητα
- Flexibilitätθηλυκό | Femininum, weiblich fελαστικότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφελαστικότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ