„εκλεκτός“ εκλεκτός [eklekˈtos], εκλεκτή, εκλεκτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) exzellent, hervorragend, erlesen exzellent, hervorragend εκλεκτός εκλεκτός erlesen εκλεκτός κρασί εκλεκτός κρασί exemples εκλεκτό κρασίουδέτερο | Neutrum, sächlich n Ausleseθηλυκό | Femininum, weiblich f εκλεκτό κρασίουδέτερο | Neutrum, sächlich n