δορυφορικός
[ðoriforiˈkos], δορυφορική, δορυφορικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- δορυφορική εικόναθηλυκό | Femininum, weiblich fSatellitenbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- δορυφορική εικόναθηλυκό | Femininum, weiblich fSatellitenfotoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- δορυφορική κεραίαθηλυκό | Femininum, weiblich fSatellitenschüsselθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples