δικαιοσύνη
[ðikjeoˈsini]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gerechtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδικαιοσύνηδικαιοσύνη
- Justizθηλυκό | Femininum, weiblich fδικαιοσύνη νομικό σύστημαRechtswesenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδικαιοσύνη νομικό σύστημαδικαιοσύνη νομικό σύστημα