διάσπαση
[ðiˈaspasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Spaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάσπαση φυσ ρήξη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδιάσπαση φυσ ρήξη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- διάσπαση του πυρήνα βιολογία | BiologieβιολKernteilungθηλυκό | Femininum, weiblich fKernspaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f