„Spaltung“: Femininum, weiblich SpaltungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>auch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) διάσπαση, διχασμός διάσπασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Spaltung Spaltung διχασμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Spaltung von Bewusstsein Spaltung von Bewusstsein