„διάβασμα“: ουδέτερο διάβασμα [ˈðjavazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Lesen, Lernen, Lektüre Lesenουδέτερο | Neutrum, sächlich n διάβασμα Lektüreθηλυκό | Femininum, weiblich f διάβασμα διάβασμα Lernenουδέτερο | Neutrum, sächlich n διάβασμα για εξετάσεις διάβασμα για εξετάσεις exemples έχω διάβασμα ich muss lernen έχω διάβασμα μ’ αρέσει το διάβασμα ich lese gerne μ’ αρέσει το διάβασμα