δεσμεύομαι
[ðezˈmevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sich verpflichtenδεσμεύομαιδεσμεύομαι
- sich festlegenδεσμεύομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδεσμεύομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ