δασικός
[ðasiˈkos], δασική, δασικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- δασική γηθηλυκό | Femininum, weiblich fWaldbestandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δασική περιοχήθηλυκό | Femininum, weiblich fWaldgebietουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- δασική υπάλληλοςθηλυκό | Femininum, weiblich fForstbeamtinθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples