„δέρμα“: ουδέτερο δέρμα [ˈðerma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Haut, Fell, Leder Hautθηλυκό | Femininum, weiblich f δέρμα δέρμα Fellουδέτερο | Neutrum, sächlich n δέρμα ζώου δέρμα ζώου Lederουδέτερο | Neutrum, sächlich n δέρμα κατεργασμένο δέρμα κατεργασμένο exemples δέρμα από μοσχάρι Rind(s)lederουδέτερο | Neutrum, sächlich n δέρμα από μοσχάρι δέρμα κροκόδειλου Krokodilslederουδέτερο | Neutrum, sächlich n δέρμα κροκόδειλου δέρμα τίγρης Tigerfellουδέτερο | Neutrum, sächlich n δέρμα τίγρης δέρμα φιδιού Schlangenhautθηλυκό | Femininum, weiblich f Schlangenlederουδέτερο | Neutrum, sächlich n δέρμα φιδιού masquer les exemplesmontrer plus d’exemples