γέννηση
[ˈjenisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Geburtθηλυκό | Femininum, weiblich fγέννηση ερχομός στη ζωήγέννηση ερχομός στη ζωή
- Entstehungθηλυκό | Femininum, weiblich fγέννηση εμφάνιση καινούργιου πράγματοςγέννηση εμφάνιση καινούργιου πράγματος
exemples
- τόποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m γεννήσεωςGeburtsortαρσενικό | Maskulinum, männlich m