αφρός
[aˈfros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schaumαρσενικό | Maskulinum, männlich mαφρόςαφρός
- Gischtαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fαφρός κυμάτων, θάλασσαςαφρός κυμάτων, θάλασσας
exemples
- αφρός μαλλιώνSchaumfestigerαρσενικό | Maskulinum, männlich mHaarschaumαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- αφρός χτενίσματοςHaarfestigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples