Απριλιάτικος
[apriˈʎatikos], Απριλιάτικη, Απριλιάτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- Απριλιάτικος καιρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mAprilwetterουδέτερο | Neutrum, sächlich n