„απολογισμός“: αρσενικό απολογισμός [apolojizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Bilanz, Abrechnungsverfahren Bilanzθηλυκό | Femininum, weiblich f απολογισμός Abrechnungsverfahrenουδέτερο | Neutrum, sächlich n απολογισμός απολογισμός exemples κάνω τον απολογισμό abrechnen κάνω τον απολογισμό