„απήχηση“: θηλυκό απήχηση [aˈpiçisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Resonanz, Echo Resonanzθηλυκό | Femininum, weiblich f απήχηση Echoουδέτερο | Neutrum, sächlich n απήχηση απήχηση exemples βρίσκω απήχηση Anklang finden (σε bei) βρίσκω απήχηση