αντρικός
[andriˈkos], αντρική, αντρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- αντρική δουλειάθηλυκό | Femininum, weiblich fMännersacheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αντρική καζάκαθηλυκό | Femininum, weiblich fPullunderαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αντρική κόμμωσηθηλυκό | Femininum, weiblich fHerrenschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples