αειφόρος
[aiˈforos], αειφόρος, αειφόροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- nachhaltigαειφόροςαειφόρος
exemples
- αειφόρος ανάπτυξηθηλυκό | Femininum, weiblich fnachhaltige Entwicklungθηλυκό | Femininum, weiblich f