αγκαλιάζω
[aŋgaˈʎazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- αγκαλιάζω
- umklammernαγκαλιάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαγκαλιάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ