„έντεχνος“ έντεχνος [ˈendexnos], έντεχνη, έντεχνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) kunstvoll kunstvoll έντεχνος έντεχνος