„kunstvoll“: Adjektiv kunstvollAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) έντεχνος, καλλιτεχνικός έντεχνος, καλλιτεχνικός kunstvoll kunstvoll