„έλασμα“: ουδέτερο έλασμα [ˈelazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Metallplatte, Blech, Belag Metallplatteθηλυκό | Femininum, weiblich f έλασμα πλάκα έλασμα πλάκα Blechουδέτερο | Neutrum, sächlich n έλασμα λαμαρίνα έλασμα λαμαρίνα Belagαρσενικό | Maskulinum, männlich m έλασμα σε λάστιχα έλασμα σε λάστιχα exemples έλασμα στερέωσης Beschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m έλασμα στερέωσης