„άχνα“: θηλυκό άχνα [ˈaxna]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Hauch Hauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m άχνα άχνα exemples δεν έβγαλε άχνα οικείο | umgangssprachlichοικ er/sie brachte keinen Ton heraus δεν έβγαλε άχνα οικείο | umgangssprachlichοικ δεν μπορούσα να βγάλω άχνα ich war sprachlos δεν μπορούσα να βγάλω άχνα