„sprachlos“: Adjektiv sprachlosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) βουβός, άφωνος, άλαλος, άναυδος βουβός, άφωνος, άλαλος sprachlos sprachlos άναυδος sprachlos in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig sprachlos in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig