„Zwischenfall“: Maskulinum, männlich ZwischenfallMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) επεισόδιο, συμβάν επεισόδιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Zwischenfall συμβάνNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Zwischenfall Zwischenfall