„Zweig“: Maskulinum, männlich ZweigMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κλαδί, κλαρί, κλωνάρι, κλάδος κλαδίNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Zweig Baum κλαρίNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Zweig Baum κλωνάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Zweig Baum Zweig Baum κλάδοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Zweig Lehrfach Zweig Lehrfach