Zustimmung
Femininum, weiblich | θηλυκό fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- συμφωνίαFemininum, weiblich | θηλυκό fZustimmungσυγκατάθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό fZustimmungσυναίνεσηFemininum, weiblich | θηλυκό fZustimmungZustimmung
exemples
- seine Zustimmung geben/verweigernδίνω/αρνούμαι τη συγκατάθεσή μου