„Zumutung“: Femininum, weiblich ZumutungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) υπερβολική απαίτηση, θράσος υπερβολική απαίτησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Zumutung Zumutung θράσοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Zumutung Frechheit Zumutung Frechheit