„zugleich“: Adverb zugleichAdverb | επίρρημα adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) συγχρόνως, ταυτοχρόνως, συνάμα συγχρόνως, ταυτοχρόνως, συνάμα zugleich zugleich