„zahlenmäßig“: Adjektiv zahlenmäßigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αριθμητικός αριθμητικός zahlenmäßig zahlenmäßig exemples zahlenmäßig überlegen sein υπερτερώ αριθμητικά zahlenmäßig überlegen sein