„wissenswert“: Adjektiv wissenswertAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) είμαι αξιοσημείωτος... exemples wissenswert sein είμαι αξιοσημείωτος wissenswert sein alles Wissenswerte (über+Akkusativ | +αιτιατική +akk) όλα όσα πρέπει να γνωρίζεις (για) alles Wissenswerte (über+Akkusativ | +αιτιατική +akk)