wissenschaftlich
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- επιστημονικόςwissenschaftlichwissenschaftlich
exemples
- wissenschaftlicher Mitarbeiterεπιστημονικός συνεργάτηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m
- wissenschaftliche Mitarbeiterinεπιστημονική συνεργάτιδαFemininum, weiblich | θηλυκό f