„Wiederholungstäter“: Maskulinum, männlich WiederholungstäterMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) υπότροπος παραβάτης υπότροπος παραβάτηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Wiederholungstäter Rechtswesen | νομικός όροςJUR Wiederholungstäter Rechtswesen | νομικός όροςJUR