weich
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- weich
- weich Brot, Pulli
- διακριτικόςweich Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Trennung, Zeilenumbruchweich Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Trennung, Zeilenumbruch