Wehrdienst
Maskulinum, männlich | αρσενικό mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- υποχρεωτική στρατιωτική θητείαFemininum, weiblich | θηλυκό fWehrdienst Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILWehrdienst Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL
- στρατιωτικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο nWehrdienst umgangssprachlich | οικείοumgWehrdienst umgangssprachlich | οικείοumg