„Wasserski“: Maskulinum, männlich WasserskiMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -(er)> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) θαλάσσιο σκι θαλάσσιο σκι θαλάσσιο σκιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wasserski Sportgerät Wasserski Sportgerät θαλάσσιο σκιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wasserski Sport | αθλητισμόςSPORT <-s> Wasserski Sport | αθλητισμόςSPORT <-s>