„Warteschleife“: Femininum, weiblich WarteschleifeFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αναμονή στο τηλέφωνο αριθμός αεροσκαφών που περιμένουν άδεια προσγείωσης αριθμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m αεροσκαφών που περιμένουν άδεια προσγείωσης Warteschleife Luftfahrt | αεροπορίαFLUG Warteschleife Luftfahrt | αεροπορίαFLUG αναμονήFemininum, weiblich | θηλυκό f στο τηλέφωνο Warteschleife Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL Warteschleife Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL exemples in der Warteschleife stecken Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig είμαι σε αναμονή in der Warteschleife stecken Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig